- τυπώσεως
- τυπώσεω̆ς , τύπωσιςformingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύπωση — η / τύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. εκτύπωση («τύπωση κειμένου») 2. (μεταλλ. χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών 3.… … Dictionary of Greek